σύνδεσμος

σύνδεσμος
Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να συμπληρώνουν τη σημασία ενός ουσιαστικού, επιθέτου, ρήματος ή και επιρρήματος ή ακόμα και μιας ολόκληρης ομάδας από λέξεις. Για τον λόγο αυτό ο σ. μπορεί να θεωρηθεί επίρρημα, η ουσιώδης λειτουργία του οποίου είναι να συνδέει μεταξύ τους τους όρους μιας ρηματικής έκφρασης. Μέσα σ’ αυτή τη γενική λειτουργία οι σ. έχουν και χωριστούς ρόλους: μπορούν να είναι συμπλεκτικοί, υποτακτικοί, τελικοί, συμπερασματικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί. Πολλές φορές εκείνο το μέρος του λόγου που μορφολογικά είναι ένας και μόνος σ. μπορεί από συντακτική και σημασιολογική άποψη να έχει διαφορετικές λειτουργίες. Έτσι, ο σ. μπορεί ανάλογα με τα συμφραζόμενα να έχει αιτιολογική σημασία (π.χ. δεν ήρθα γιατί ήμουν άρρωστος) ή τελική (π.χ. σε συμβουλεύω, γιατί μπορεί να πετύχεις). (Μηχανολ.). Σύστημα σύνδεσης ή γενικά ζεύξης ανάμεσα σε ανεξάρτητα μέρη μηχανικών ή οικοδομικών κατασκευών, εγκαταστάσεων και μηχανημάτων. Κατασκευάζεται σε διάφορες μορφές και από διάφορα υλικά, ανάλογα με τη λειτουργία που εκπληρούν στους τεχνολογικούς τομείς χρήσης. Στην κατασκευή π.χ. μεγάλων φραγμάτων από σκυρόδεμα, στη τσιμεντόστρωση μεγάλων επιφανειών δρόμων ή αεροδρομίων και στις οικοδομές που παρουσιάζουν μεγάλο ανάπτυγμα κατά μία κατεύθυνση, είναι φανερή η ανάγκη διακοπής της συνέχειας του έργου ώστε να είναι δυνατή κάποια σχετική κίνηση των διάφορων μερών μεταξύ τους (διαστολή ή συστολή λόγω θερμικών μεταβολών, διαφορική διευθέτηση του εδάφους, συστολή των χρησιμοποιούμενων υλικών κατά τη σκλήρυνση κλπ.): οι διακοπές αυτές (σ.) τοποθετούνται σε κατάλληλες αποστάσεις, ανάλογα με τον τύπο του έργου, της φύσης των υλικών κλπ. και προστατεύονται, κατά κανόνα, με εύκαμπτα υλικά (ελαστικό, άσφαλτος, λαμαρίνες κλπ.). Στις μεταλλικές κατασκευές σ. λέγονται τα συστήματα σύνδεσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ελασμάτων, ή μεταξύ μορφοσιδήρων και ελασμάτων ή μεταξύ μορφοσιδήρων και συμπαγών κομματιών. Εκτός από τη συγκόλληση, η μέθοδος που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η ήλωση, κυρίως στη ναυπηγική. Πολλές είναι οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης σ. σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις: στις σωληνώσεις ατμού, π.χ. χρησιμοποιούνται ειδικοί τύποι, που επιτρέπουν τη θερμική διαστολή των μερών που συνδέονται. Σ. επίσης είναι και οι φλάντζες, επίπεδοι δηλαδή δίσκοι προσαρμοσμένοι στα άκρα σωληνώσεων για τη μεταξύ τους σύνδεση. Στα μηχανικά συστήματα (μηχανισμούς) ο σ. είναι όργανο που έχει σκοπό τη σύνδεση των άκρων δύο αξόνων που γυρίζουν (ατράκτων), ενός κινητήριου και ενός κινούμενου. Ανάλογα με τον τρόπο ζεύξης, οι σ. καλούνται μηχανικοί, υδροδυναμικοί και ηλεκτρομαγνητικοί. Οι πρώτοι διακρίνονται σε ανελαστικούς, ελαστικούς και αρθρωτούς. Απ’ αυτούς ο απλούστερος είναι ο ανελαστικός και χρησιμοποιείται για τη ζεύξη δύο τελείως ευθυγραμμισμένων αξόνων: η σύνδεση πραγματοποιείται με τη βοήθεια δακτυλίων, ημικυλινδρικών περιβλημάτων και δίσκων. Ο ελαστικός σ. χρησιμοποιείται όταν οι άξονες που συνδέονται δεν είναι τελείως ευθυγραμμισμένοι ή όταν παρατηρούνται απότομες μεταβολές ροπής μεταξύ κινητήριου και κινούμενου άξονα. Ο τύπος αυτός απορροφά αποτελεσματικά τους κραδασμούς και έχει διαδοθεί στην αυτοκινητιστική τεχνολογία και στις ζεύξεις με μικρή ή μέση ισχύ. Αποτελείται από δύο δίσκους προσαρμοσμένους στα άκρα των δύο αξόνων, που συνδέονται μεταξύ τους με ελαστικό συνήθως υλικό, ελαστικοποιημένο ύφασμα, δέρμα κλπ.), το οποίο στερεώνεται με διάφορους τρόπους στους δίσκους. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, οι oποίοι διακρίνονται είτε από το σύστημα σύνδεσης με πείρους με ελατήρια κλπ.) είτε από το όνομα του εφευρέτη (Πομίνι, Χάρντι κλπ.). Οι αριθμοί σ. χρησιμοποιούνται στη ζεύξη δύο αξόνων, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, αλλά δεν είναι ευθυγραμμισμένοι. Ο παλιότερος του είδους αυτού είναι εκείνος του Οουλντχαμ και χρησιμοποιείται όταν οι δύο άξονες είναι παράλληλοι αλλά ελαφρά μετατοπισμένοι ο ένας από τον άλλο. Αποτελείται από δύο δίσκους, προσαρμοσμένους στα άκρα των αξόνων, οι οποίοι παρουσιάζουν μία διαμετρική εγκοπή. Μεταξύ των δύο αυτών δίσκων παρεμβάλλεται ένας τρίτος, με προεξοχές που εισχωρούν στις εγκοπές. Η κίνηση από τον έναν άξονα στον άλλον, μεταδίνεται με τη βοήθεια των προεξοχών και των εγκοπών. Πολύ γενικότερης χρήσης είναι ο σ. του Καρντάν ή Καρδάνιος ή παγκόσμιος, που χρησιμοποιείται για συγκλίνοντες άξονες. Ο απλός όμως τύπος του χρησιμοποιείται για μικρές μόνο γωνίες, γιατί δεν είναι ομοκινητικός. Εάν δηλαδή ο κινητήριος άξονας, στρέφεται με ομαλή περιστροφική κίνηση, ο κινούμενος στρέφεται με περιοδικά μεταβαλλόμενη κίνηση μέσης ταχύτητας, ίσης με εκείνην του πρώτου. Όσο δηλαδή μεγαλύτερη είναι η γωνία μεταξύ των αξόνων, τόσο μεγαλύτερη είναι και η διαφορά μεταξύ της μέγιστης ταχύτητας με την οποία περιοδικά κινείται ο κινούμενος άξονας και της μέσης ταχύτητας. Όταν απαιτούνται μεγάλες γωνίες χρησιμοποιείται ο διπλός παγκόσμιος σ., που με ορισμένες προϋποθέσεις, είναι απόλυτα ομοκινητικός. Αποτελείται από δύο απλούς παγκόσμιους σ. που συνδέονται με έναν άξονα μικρού μήκους. Ο υδροδυναμικός ή υδραυλικός σ. χρησιμοποιείται συνήθως για τη μετάδοση μεγάλων ισχύων και κατά κανόνα, όπου υπάρχει σημαντικό πλεόνασμα ροπής στρέψης, εξαιτίας της μάλλον χαμηλής απόδοσής του. Χρησιμοποιείται σε πλοία, μηχανές σιδηρόδρομων ή λεωφορεία και απορροφά εντελώς τους κραδασμούς και τις αιχμές κατά τη μετάδοση της κίνησης. Αποτελείται, ουσιαστικά από δύο ημισπειροειδείς πτερυγιοφόρους δίσκους, τον έναν απέναντι στον άλλο, που περικλείονται από το ίδιο κέλυφος και συνδέονται με το ενδιάμεσο του ρευστού (ο δίσκος του κινητήριου άξονα αποτελεί μια φυγόκεντρο αντλία, ενώ εκείνος του κινούμενου, ένα στρόβιλο). Το ρευστό παραλαμβάνει την κίνηση από τα πτερύγια της αντλίας και τη μεταφορά σ’ εκείνα του στροβίλου. Αντίθετα ο ηλεκτρομαγνητικός χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να συνδεθούν μεταξύ τους δύο τμήματα χωρίς να υπάρχει συνέχεια στη σύνδεση. Σ’ αυτόν, το στοιχείο σύνδεσης είναι το μαγνητικό ρευστό, έτσι που μεταξύ των μερών που συνδέονται, μπορεί να υπάρχει ορισμένο διάκενο. Μηχανικός σύνδεσμος που λειτουργεί με ιμάντες.
* * *
ο, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. σύνδεσμα, τὰ, Α [συνδέω]
1. το μέσο με το οποίο συνδέονται μεταξύ τους δύο ή περισσότερα πράγματα
2. μτφ. συνδετικός κρίκος, συνεκτικός δεσμός (α. «σύνδεσμος φιλίας» β.«νόμος ὁ βοηθῶν... τῷ τῆς πόλεως ξυνδέσμῳ» Πλάτ.)
3. στον πληθ. οι σύνδεσμοι
α) γραμμ. άκλιτες λέξεις οι οποίες συνδέουν προτάσεις ή όρους προτάσεων καταφατικώς, αντιφατικώς ή διαζευκτικώς
β) ανατ. ταινίες ισχυρού ινώδους συνδετικού ιστού που στηρίζουν εσωτερικά όργανα ή συγκρατούν τα οστά τών αρθρώσεων σε λειτουργικά σωστή θέση («οἱ σύνδεσμοι τῆς ὀσφύος αὐτοῡ διελύοντο», ΠΔ)
νεοελλ.
1. συνασπισμός, ένωση ατόμων με κοινούς σκοπούς, σωματείο
2. στρ. επαφή ή επικοινωνία που γίνεται μεταξύ τμημάτων τών ενόπλων δυνάμεων για την εξασφάλιση αμοιβαίας κατανόησης και ταυτότητας σκοπού και ενεργειών
3. μτφ. α) κομιστής εντολών ή μηνυμάτων
β) άτομο που εξασφαλίζει την επαφή ανάμεσα σε παράνομες πολιτικές οργανώσεις
γ) πολιτικός πράκτορας ενός κράτους που δρα σε ξένη χώρα
4. ζωολ. ελαστικό όργανο που συνδέει τις δύο θυρίδες τού οστράκου τών ελασματοβραγχίων μαλακίων
5. (μηχανολ.) συσκευή με την οποία συζευγνύονται μεταξύ τους δύο όργανα μιας μηχανής έτσι ώστε η περιστροφή τού ενός να επάγεται την περιστροφή τού άλλου
6. αστρον. ο δεσμός ενός ουράνιου σώματος, πλανήτη ή δορυφόρου, δηλαδή καθένα από τα δύο σημεία στα οποία τέμνει την εκλειπτική τροχιά τού πλανήτη ή τού δορυφόρου
7. φρ. α) «εύκαμπτος σύνδεσμος»
τεχνολ. εξάρτημα μέσω τού οποίου κατορθώνεται η σύνδεση δύο περιστρεφόμενων αξόνων κατά την διεύθυνση τής μεγαλύτερης διάστασής τους, δηλαδή τού μήκους τους
β) «άκαμπτος σύνδεσμος»
(μηχανολ.) σύνδεσμος που αποτελείται από δύο δίσκους, κν. φλάντζες, διαμορφωμένους κατά τη χύτευση τών ατράκτων ή σφηνωμένους επ' αυτών, που συνδέονται με καταπονούμενα σε διάτμηση βλήτρα συναρμογής
γ) «ημιελαστικός σύνδεσμος»
(μηχανολ.) σύνδεσμος που αποτελείται από δύο δίσκους, τού οποίου τα στερεωμένα επί τού κινητήριου δίσκου βλήτρα ή όνυχες εισέρχονται σε δακτυλίους καουτσούκ σφηνωμένους στο εσωτερικό φατνίων τού κινουμένου, στον οποίο έτσι μεταδίδουν την κίνηση
δ) «ελαστικός σύνδεσμος»
(μηχανολ.) σύνδεσμος τού οποίου και οι δύο δίσκοι φέρουν όνυχες διευθετημένους εναλλάξ επί τού αυτού καθέτου προς την άτρακτο επιπέδου και συνδεδεμένους μεταξύ τους μέσω ελαστικής στεφάνης
ε) «αρθρωτοί σύνδεσμοι»
(μηχανολ.) σύνδεσμοι που χρησιμοποιούνται για τη σύζευξη παράλληλων αλλά μη συνευθειακών ατράκτων ή ατράκτων τεμνόμενων αξόνων (α. «σύνδεσμος Όλντχαμ» β. «καρδάνειος σύνδεσμος»)
στ) «υδραυλικός σύνδεσμος»
(μηχανολ.) σύνδεσμος που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία για τη μετάδοση κινήσεως σε μηχανές μεγάλης αδράνειας που υπόκεινται σε ισχυρές στιγμιαίες μεταβολές φορτίου ή μπορεί να ακινητοποιηθούν λόγω τυχαίων υπερφορτίσεων και στον οποίο η μετάδοση τής κίνησης εξασφαλίζεται μέσω ειδικού ελαίου που περιέχεται σε στεγανό περίβλημα στο εσωτερικό τού οποίου εισδύουν οι δύο άτρακτοι
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) σύμβολο τής βυζαντινής παρασημαντικής που συνδέει χαρακτήρες ποσότητας οι οποίοι ακολουθούνται από ίσον ή συνεχή κατιούσα ή ανιούσα διαδοχή, αλλ. έτερον
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.) η σχέση τού ανθρώπου με το σύμπαν στο οποίο ζει και κινείται
αρχ.
1. το μέσο με το οποίο συνδέονται ή συγκρατούνται δύο ομάδες («τὸ πολὺ μὲν τῆς αὐτοῡ φύσεως, τὰ δὲ σμικρότερα ξυνδέσμου χάριν ἐκ τῶν ἄλλων γενῶν», Πλάτ.)
2. δέμα, δεμάτι
3. συνωμοσία
4. ομοφυλοφιλία
5. (για ρευστό μίγμα) πήξιμο
6. αστρον. α) η συναφή
β) ως κύριο όν. Σύνδεσμος
ο αστερισμός τών Ιχθύων
7. αστρολ. (για τα ουράνια σώματα) σύνοδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνδεσμος — that which binds together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδεσμος — ο 1. (γραμμ.), μέρος του λόγου: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος. 2. ό,τι συνδέει δύο ή περισσότερα πράγματα: Στην Κατοχή ήταν σύνδεσμος ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. – Το Βυζάντιο θεωρείται σύνδεσμος του αρχαίου ελληνικού κόσμου με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • ξύνδεσμος — σύνδεσμος , σύνδεσμος that which binds together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμοις — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl σύνδεσμος that which binds together neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμοισιν — σύνδεσμος that which binds together masc dat pl (epic ionic aeolic) σύνδεσμος that which binds together neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέσμων — σύνδεσμος that which binds together masc gen pl σύνδεσμος that which binds together neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική …   Dictionary of Greek

  • φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… …   Dictionary of Greek

  • άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”